- δυωδεκατειχής
- δῠωδεκᾰτειχής, ές,A having twelve walled cities,
λαός Tim.Pers.247
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαός Tim.Pers.247
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυωδεκατειχέος — δυωδεκατειχής having twelve walled cities masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek